- ἔγγλυμμα
- ἔγγλυμμα, ατος, τό, in pl.,A ornamental carvings, IG4.1485.91,96 (Epid.).2 intaglio, Them.Or.4.62b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έγγλυμμα — το (AM ἔγγλυμμα) διακοσμητικό χάραγμα, γλυφή αρχ. το χαραγμένο έργο … Dictionary of Greek
ἐγγλύμματα — ἔγγλυμμα ornamental carvings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκόλαμμα — το (AM ἐγκόλαμμα) σκάλισμα, έγγλυμμα αρχ. εγχάρακτη επιγραφή … Dictionary of Greek